νόρμα

νόρμα
η
1. μέτρο, κανόνας, γνώμονας
2. πρότυπο
3. αρχή που διέπει τις δραστηριότητες μιας ομάδας ατόμων και κατευθύνει ή ρυθμίζει μία από κοινού αποδεκτή συμπεριφορά τους
4. (βιομ.) το καθορισμένο ελάχιστο υποχρεωτικό όριο απόδοσης τών εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία
5. μαθ. το νορμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. norma «γνώμονας, κανόνας, νόμος» (< αιτ. τού γνώμων, γνώμονα με ετρουσκική επίδραση, πρβλ. fōrma, grūma)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μπελίνι, Βιντσέντσο — (Vincenzo Bellini, Κατάνη 1801 – Πιτό, Παρίσι 1835). Ιταλός συνθέτης. Από οικογένεια μουσικών, άρχισε να σπουδάζει μουσική από παιδί και το 1812, με υποτροφία του δήμου Κατάνης, πήγε στη Νάπολη να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί ανέβασε στο ωδείο …   Dictionary of Greek

  • γνώμων — (Αστρον.).Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού. Είναι κυρίως γνωστός με την ονομασία Νόρμα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Σκορπιό, Θήριο, Διαβήτη, Νότιο Τρίγωνο και Βωμό και αποτελείται από 27 αστέρια που διακρίνονται με γυμνό μάτι.… …   Dictionary of Greek

  • κοντσερτάτο — (concertato). Σκηνή συνόλου της όπερας του 19ου αι., που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή φωνών σόλο, χορωδίας και ορχήστρας. Στα πρώτα μελοδράματα του 19ου αι., το κ. αναπτύχθηκε –τουλάχιστον στο αρχικό του μέρος– όπως ένας κανών: οι διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • νορμ — το, και νόρμα, η μαθ. ο μη αρνητικός αριθμός ο οποίος μπορεί να αντιστοιχιστεί σε κάθε στοιχείο ορισμένων γραμμικών χώρων με ιδιότητες ανάλογες τής απόλυτης τιμής, δηλαδή είναι γενίκευση τής έννοιας τής απόλυτης τιμής ενός πραγματικού αριθμού,… …   Dictionary of Greek

  • Γκέιμπλ, Κλαρκ — (Clark Gable, Οχάιο 1901 – 1960). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Κατέκτησε το Χόλιγουντ με τον ρόλο του μπάτλερ στο έργο Όσα παίρνει ο άνεμος (1939). Στράφηκε στην ηθοποιία μετά τον γάμο του με την επίσης ηθοποιό Ζοζεφίν Ντίλον,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Θάλμπεργκ, Ίρβιν — (Irving Thalberg, Νέα Υόρκη 1899 – 1936). Αμερικανός παραγωγός του κινηματογράφου. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Θ., αυτοδίδακτος και ξεκινώντας από τη θέση του γραμματέα στα στούντιο της εταιρείας Universal, μετεξελίχθηκε σε έναν από τους …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λι, Τζάνετ — (Janet Leigh, Καλιφόρνια 1927 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Ζανέτ Έλεν Μόρισον (Jeanette Helen Morrison). Σπούδασε μουσική και ψυχολογία στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και πρωτοεμφανίστηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Μαλιμπράν, Μαρία ντε λα Φελιθιντάντ — (Maria de la Felizidad Malibran, Παρίσι 1808 – Μάντσεστερ 1836). Ισπανίδα λυρική τραγουδίστρια. Σπούδασε με τον πατέρα της, τον τραγουδιστή και συνθέτη Μανουέλ Γκαρθία, έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1825 στο Λονδίνο με τον Κουρέα της Σεβίλλης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”